Διημερίδα για τα Νέα Μέσα: μια αξιολόγηση

Διαβάζω τα όσα γράφονται σε διάφορα blog για το συνέδριο που έγινε χθες και προχθές στην Αθήνα (21.10.08, στο βιβλιοπωλείο Ιανός) και Θεσσαλονίκη (20.10.08, στο Τελλόγλειο) και πραγματικά απορώ. Καμία, μα καμία, απ’ τις δεκάδες ενστάσεις που εκφράζονται στα blog δεν εκφράστηκε δημοσίως στο συνέδριο. Κανένα θραύσμα όλης αυτής της οργής που ξεχειλίζει στο Διαδίκτυο σήμερα, δεν έγινε ούτε για λίγο από όλους ορατή στους χώρους του συνεδρίου. Τόσο μεγάλη είναι η απόσταση του απτού δημόσιου χώρου απ’ τον εικονικό; Τί φρενάρει τους blogger και δεν εκφράζουν τις αντιρρήσεις και τα συναισθήματά τους όταν βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο στο δημόσιο χώρο; Στο συνέδριο όποιος επιθυμούσε μπορούσε να λάβει το λόγο. Σύμφωνοι, ο χρόνος ήταν περιορισμένος, αλλά υπήρξαν τρία πάνελ στη Θεσσαλονίκη κι ένα στην Αθήνα, με χώρο για ερωτήσεις των ακροατών. Οι μόνες αντιρρήσεις που ακούστηκαν στους χώρους που διεξήχθη το συνέδριο ήταν του Craig Wherlock στη Θεσσαλονίκη (που ρώτησε γιατί δε συμμετείχαν αμιγώς μπλόγκερ στο πρώτο πάνελ) και του Παναγιώτη Βρυώνη στην Αθήνα (που αμφισβήτησε την έρευνα του Καποδιστριακού). Κατά τ’ άλλα άκουσα γνωστούς μου blogger, να διαμαρτύρονται σε κατ’ ιδίαν κουβέντες για το ένα και το άλλο, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν τέθηκε απ’ τους ίδιους στη δημόσια συζήτηση. Αντίθετα, την επόμενη ημέρα έβαλαν φωτιά στα πληκτρολόγια βάλλοντας κατά δικαίων και αδίκων.

Το συνέδριο είχε προφανώς τις αστοχίες του, αλλά είχε και πάρα πολλά θετικά στοιχεία. Για παράδειγμα το δεύτερο πάνελ της Θεσσαλονίκης ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Οι δύο νομικοί, Βασίλης Σωτηρόπουλος και Κώστας Στρατηλάτης, ήταν κατατοπιστικοί και νομίζω ότι φώτισαν επαρκώς το ζήτημα της ανωνυμίας απ’ τη νομική σκοπιά. Ο Σωτηρόπουλος έθεσε κατά τη γνώμη μου το πιο φλέγον θέμα, με τα πιο απλά λόγια. Αλλά δυστυχώς κανείς δε θέλησε να μείνει στην παρέμβασή του. Ο Στρατηλάτης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, αλλά εκεί που τα πράγματα πήγαν να σοβαρέψουν, η -πραγματικά επαρκέστατη- συντονίστρια κ. Έλσα Δεληγιάννη, καλώς επανέφερε την κουβέντα σε πιο «βατές» περιοχές. Η παρουσίαση του Αστέρη Μασούρα ήταν επίσης πάρα πολύ γλαφυρή, με την έννοια ότι εστίασε στον πλούτο των διεκδικήσεων που γίνονται μέσω των Νέων Μέσων. Αν είχε περισσότερο χρόνο, σίγουρα θα μαθαίναμε πολλά περισσότερα. Ο κ. Χωραφάς ήταν επίσης πολύ καίριος στις παρατηρήσεις του, επισημαίνοντας την αμηχανία της, επίσημης υποθέτω, αριστεράς με τα Νέα Μέσα. Όμως ούτε σ’ αυτό το πάνελ τέθηκε κάποια «δύσκολη» ερώτηση. Γενικά, αν εξαιρέσει κάποιος τα τεχνικά προβλήματα και την παλαιού τύπου κάλυψη του συνεδρίου, όλα κύλησαν ομαλότατα. Για πρώτη ακαδημαϊκή απόπειρα, σε μια τεχνοφοβική, τεχνολογικά υποβαθμισμένη και χωρίς συνεργατική κουλτούρα χώρα, νομίζω ότι το συνέδριο ήταν ελπιδοφόρο. Έδωσε χώρο να ακουστούν πολλές απόψεις, από ομιλητές με διαφορετικές αντιλήψεις και θεωρίες. Βεβαίως, δεν ήταν συνέδριο των προτύπων που περιέγραψε η κ. Καϊτατζή-Γουίτλοκ, ωστόσο για εμένα προσωπικά, ήταν σημαντικός και ο δικός της λόγος εντός αυτού του πλαισίου. Είπε πολύ σοβαρά πράγματα, που ελπίζω κάποιοι να τα πρόσεξαν.

Τώρα, αναφορικά με το πάνελ στο οποίο συμμετείχα. Κατ’ αρχήν, υπήρχαν τα τεχνικά προβλήματα που δεν άφηναν κανέναν να συγκεντρωθεί στη συζήτηση. Επί της ουσίας όμως, ειπώθηκαν εξίσου σοβαρά πράγματα, που θα μπορούσαν να δώσουν υλικό για διάλογο ωρών. Η διαδικασία δεν έκανε κάτι τέτοιο δυνατό, αλλά μερικές φορές είναι πραγματικά άδικο να κατηγορούμε τον άνθρωπο για την ατελή μηχανή που δημιούργησε, ενώ οι ίδιοι την καθοδηγούμε όπως μπορούμε. Ο Νίκος Ξυδάκης σχολίασε την «εκδίκηση των μηχανών», αλλά το «κοινό» και πάλι δεν αντέδρασε. Νομίζω ότι η μόνη αντίδραση του κοινού ήρθε σε μαζικό επίπεδο όταν ο Νίκος Δρανδάκης αμφισβήτησε το μύθο του μοναχικού χρήστη, εξομοιώνοντάς τον με τον μοναχικό τηλεθεατή. Αν και παράδοξο, το αμφιθέατρο είχε μια έντονη αντίδραση, ξεσπώντας σε χειροκρότημα, όταν κάποιος του είπε ότι εξακολουθεί να είναι μοναχικός καταναλωτής εικόνων. Απλά τώρα αλλάζει το Μέσο κι ίσως η ποσότητα της μοναξιάς μειώνεται απ’ τις τέσσερις ώρες στις τρεις. Πριν η μοναξιά ήταν στο σπίτι με την τηλεόραση, τώρα είναι με τον υπολογιστή στο Διαδίκτυο. Φαίνεται ωστόσο ξεκάθαρα ότι η αντίδραση προκλήθηκε απ’ την παρουσία της συντονίστριας του πρώτου πάνελ, της γνωστής δημοσιογράφου και καθηγήτριας στο ΑΠΘ, κ. Άννας Παναγιωταρέα, η οποία προφανώς εκλήφθηκε ως εκπρόσωπος των παραδοσιακών Μέσων και ειδικότερα της τηλεόρασης, δηλαδή του κατεστημένου.

Στην ίδια την ομιλία μου -αν την άκουσε κανείς- είπα ότι τα παραδοσιακά Μέσα, υπό την απειλή των Νέων Μέσων και των αυτο-οργανωμένων πολιτών ή δημοσιογράφων, θα φροντίσουν να τους υπονομεύσουν και να τους απαξιώσουν με κάθε τρόπο. Η κ. Παναγιωταρέα είχε εμφανώς μια κριτική στάση απέναντι στα Νέα Μέσα και στο τί σημαίνουν, αλλά ούτε εμπόδισε το διάλογο, ούτε κοίταξε να μας χειραγωγήσει. Μπορεί το κλίμα να ήταν αποσυντονιστικό, αλλά ακούστηκαν όλες οι απόψεις κι ο καθένας έβγαλε τα συμπεράσματά του. Αλλά αναρωτιέμαι, ακούει κανείς αυτά που διαμείβονται ή μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, κοιτάζοντας το πρόσωπο, την ιστορία, το μεικαπ, κι όχι αυτά που λέει ή κάνει; Διότι για παράδειγμα ο Νίκος Δρανδάκης, που μίλησε πιο θερμά απ’ όλους μας για τα Νέα Μέσα, συζήτησε τις απόψεις του και αντιπαρατέθηκε στην οριακά τεχνοφοβική προσέγγιση της κ. Παναγιωταρέα. Επίσης, σε μια απάντηση που έδωσα, για το θέμα των παραδοσιακών Μέσων (είπα ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι σ’ αυτά έχουν γίνει μαριονέτες) η κ. Παναγιωταρέα μου είπε πολύ κόσμια και σοβαρά ότι διαφωνεί κάθετα. Αυτά ακούστηκαν άραγε στα αυτιά όλων εκείνων των διαπρύσιων επικριτών του συνεδρίου και του πάνελ; Προφανώς, αν είχαμε χρόνο θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, ο καθένας απ’ την πλευρά του, αλλά το πλαίσιο ήταν αυτό. Αν πραγματικά θέλουμε περισσότερο χρόνο να συζητήσουμε όλα αυτά τα θέματα, ας τον διεκδικήσουμε ή ας τον φτιάξουμε απ’ το μηδέν. Κατά τη γνώμη μου το πρώτο αυτό ακαδημαϊκό πλαίσιο ήταν αρκετό προκειμένου να πάρει κάποιος μια πρώτη γεύση κάποιων κύριων τάσεων. Οι υπόλοιπες επιπλέουν από την επόμενη στιγμή κιόλας στο Διαδίκτυο, αλλά φανερώνουν έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο κυριαρχεί κατά τη γνώμη μου ο νιχιλισμός.

Ένα πολύ ενδιαφέρον επίσης ζήτημα είναι και η υποδοχή του Dan Gillmor. Γενικά η πρόσκλησή του επιδοκιμάστηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το παράδοξο είναι ότι η γνώμη του Gillmor για την ανωνυμία ταυτίζεται απόλυτα με αυτό που έχω κατά καιρούς υποστηρίξει, κι έχω δεχτεί επιθέσεις (με αποτέλεσμα να είμαι για πολλούς κόκκινο πανί). Το γεγονός όμως ότι εδώ λέγεται απ’ τον Gillmor, έναν παγκοσμίως αναγνωρισμένο συγγραφέα και ευαγγελιστή των Νέων Μέσων, δεν ερεθίζει τους έλληνες μπλόγκερ. Ίσα ίσα μιλούν για τον Gillmor με το μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό κι ας διαφωνούν σ’ ένα απ’ τα πλέον μείζονα θέματα που κομίζει η νέα εποχή των Μέσων.

Τελειώνοντας, πιστύεω ότι συγχαρητήρια αξίζουν στους φοιτητές του τμήματος δημοσιογραφίας του ΑΠΘ για την όλη προσπάθεια καθώς και στην κ. Σοφία Ιορδανίδου. Η φιλοξενία τους κι η όλη αντιμετώπιση ήταν εξαιρετική. Απ’ το συνέδριο θα κρατήσω την φράση του κ. Ποταμιάνου (επικεφαλής του τμήματος δημοσιογραφίας στο Πάντειο) ο οποίος εμφανίστηκε στις συνεντεύξεις των φοιτητών, λέγοντας ότι«δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε κουλτούρα συνεργασίας» . Συμφωνώ κι επαυξάνω. Όπως επίσης δεν έχουμε κουλτούρα διαλόγου. Όπως επίσης δεν έχουμε κουλτούρα έρευνας και πειραματισμού. Αντίθετα, είμαστε επιρρεπείς στην επιφανειακή κριτική και στις λαϊκές δίκες προσώπων.

Αν δεν συγκροτήσουμε εμείς (εννοώ ο καθένας μας, κι όχι μόνο οι μπλόγκερ) τον εικονικό, αλλά και τον απτό δημόσιο χώρο, θα είμαστε καταδικασμένοι στο φθόνο και τη μνησικακία. Αν δε συμβάλλουμε όλοι στη διαμόρφωση των γεγονότων, αυτά όχι μόνο θα μας ξεπερνούν, όπως γίνεται σήμερα, αλλά και θα μας υπονομεύουν. Αν δε δοκιμάσουμε, δε θα μάθουμε ποτέ. Αν δε δημιουργήσουμε αυτές τις κουλτούρες που λείπουν απ’ τη χώρα μας, θα παραμένουμε προσκυνητές αυθεντιών και την ίδια στιγμή θα κακολογούμε ο ένας τον άλλο. Αν δεν αναγνωρίσουμε αξίες, θα ασχολούμαστε συνέχεια με τις τιμές. Αν δεν ακούσουμε, δε θα αρθρώσουμε τίποτα άξιο. Αν δεν αντιληφθούμε ότι δεν είμαστε ψηφιακές οντότητες, θα αποστραγκιστούμε από κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. Αν δεν εμπνεύσουμε κι αν δεν εμπνευστούμε θα επιβιώνουμε απλώς, πότε φτύνοντας τη χολή μας στους άλλους, και πότε γλύφοντας κι εκλιπαρώντας για λίγα κομμάτια εύνοιας. Αν δε σοβαρευτούμε, θα σκιαμαχούμε νομίζοντας ότι γινόμαστε ήρωες.

update. Παραπάνω παρέλειψα να αναφέρω δύο πολύ σημαντικά στοιχεία: την εξαιρετική παρουσία του Νικόλα Περδικάρη στο πάνελ της Αθήνας, καθώς και ένα στοιχείο της έρευνας του Καποδιστριακού, υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Πλειού, σύμφωνα με το οποίο η ανωνυμία συνδέεται με την έκφραση αρνητικών σχολίων και αξιολογήσεων απ’ την πλευρά των ιστολόγων.

17 Comments

  1. Κάνετε μια αξιόλογη προσπάθεια ερμηνείας του ρόλου των Νέων Μέσων, καμία αντίρρηση, πήραν μέρος πολλοί αξιόλογοι φίλοι -απ’ ότι διαπιστώνω- bloggers… Δεν παρακολούθησα καθόλου το συνέδριό σας, ούτε ήξερα κάτι γι’ αυτό, και ακολουθώντας την πάγια τακτική μου, στον ιστολογικό μου χώρο δεν σχολιάζω ποτέ απόψεις για το ιστολογείν και τα τοιαύτα, ούτε και τις απόψεις των φίλων bloggers περί blogging κλπ…

    Τι θέλω να πω.

    Θέλω να πω ότι υπάρχουν πολλά μπλογκ που θίγουν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο πολλά καυτά ζητήματα της κοινωνίας και σε ορισμένα από αυτά ακολουθεί σημαντικός, και μερικές φορές ουσιαστικός διάλογος, μερικά δε ποστ κ’ παρεμβάσεις φτάνουν να λινκάρονται από πολλούς φορείς, επιστημονικά ιδρύματα, πανεπιστήμια, τους ίδιους τους επιστήμονες… Οι «μοναδικές» δε επισκέψεις καταγράφονται κατά πολλές…χιλιάδες τον μήνα. Δεν είναι αυτή απήχηση; Θα υπήρχε σε τέτοιο εύρος αυτή η απήχηση αν δεν υπήρχαν αυτά τα Νέα Μέσα (όπως π.χ. το μπλογκιν).

    Τι θέλω (και πάλι) να πω.

    Ότι τα νέα αυτά μέσα συμβάλλουν περισσότερο απ’ ότι καταγράφεται και νομίζεται στην διαμόρφωση ποικίλων απόψεων. Προβληματίζουν και ταυτόχρονα διαχέουν ιδέες σε όλο πιο ευρύτερα κοινωνικά στρώματα σε ταχύτερο μάλιστα ρυθμό απ’ ότι στο παρελθόν, κι αυτό καταγράφετε σίγουρα στα θετικά, κι είμαστε ακόμη στην Αρχή. Βλέπω π.χ. και συγκρίνω την ανάπτυξη του μπλογκ μου (και της απήχησής του) όλα αυτά τα 5 περίπου χρόνια (blogger+ wordpress) που μπλογκάρω, και εκπλήσσομαι.

    Έχει πολλά ακόμη να προσφέρουν τα Νέα αυτά Μέσα.

    Σας Ευχαριστώ.

  2. παρακαλώ παραβλέψετε μερικά εμφανή εκφραστικά και συντακτικά μου λάθη, το σχόλιο γράφτηκε γρήγορα και in situ.

  3. Θα ήταν κάλα να αναφέρουμε ότι δεν δόθηκε χρόνος για έκφραση. Για να μην αναφερθώ στο χώρο. Ας κοιτάζατε και λιγάκι το κοινώ κυρίε Ανδριωτάκη από το πάνελ στο οποίο καθίσατε.

  4. @thirdeye3 Μπορούμε όντως να πούμε ότι δε δόθηκε ΑΡΚΕΤΟΣ χρόνος, αλλά δόθηκε.

    Το κοίταξα αρκετά καλά κι όσο μου επέτρεπαν οι συνθήκες βέβαια. Μάλιστα πρόσεξα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εισήγησης που έκανα, στο βάθος της αίθουσας, όπως την κοιτούσα απ’ το πόντιουμ αριστερά, υπήρχαν δύο νέοι φοιτητές που συνέχεια χασκογελούσαν και μιλούσαν μεταξύ τους. Θα πρέπει να το διασκέδαζαν πολύ!

  5. Αγαπητέ κ Ανδριωτάκη,

    εκτιμούμε πραγματικά τόσο την παρουσία σας στο συνέδριο μας,όσο και την καίρια τοποθέτηση σας εδώ. Ως νέοι φοιτητές,τέτοιες κινήσεις για εμάς είναι πραγματική έμπνευση.

    Βασιλική Ζιώγα

  6. α ρε μανώλη.. ακόμα να καταλάβεις το τι σημαίνει ανωνυμία vs. δημόσιος χώρος για κάποιους (όχι απαραίτητα για όλους) μπλόγκερς… και απορώ με τη σειρά μου που απορείς… Ποιό μεγαλύτερο παράδειγμα από αυτό που εδώ καταγράφεις, για τα «πληκτρολόγια που πήραν» φωτιά και τα βωβά πρόσωπα στις εκδηλώσεις, υπάρχει να επιβεβαιώσει την απόσταση ανάμεσα στα δύο; σημαντικό είναι να αναρωτηθεί κανείς τι συγκροτεί αυτήν την απόσταση, να προβληματιστεί για τους λόγους που το δημόσιο (σε όποια έκφανση του) είναι για πολλούς από μας αποκρουστικό, καταδικασμένο να οδηγήσει σε κάποιου τύπου ξιπασμό και απαπροσανατολισμό από την αρχική διάθεση και σκοπό του καθένα που επιθυμεί να πεί δημόσια κάτι ουσιαστικό…

    πιστεύω όπως ότι αν ξαναδιαβάσεις το πόστ σου θα δείς ότι αναφέρεις ορθά μια σειρά από παθογένειες – όμως την έλλειψη αντιμετώπισης των οποίων, τουλάχιστον στο πλαίσιο του blogging και του διαδικτύου, αποδίδεις στην έλλειψη της επώνυμης παρέμβασης. Στην πραγματικότητα οι παθογένειες αυτές αποτελούν συστατικά στοιχεία της κουλτούρας που ζητάς να ανατραπεί (μέχρι εδώ συμφωνούμε). Όμως δεν αντιλαμβάνεσαι ότι οι περισσότερες μορφές δημοσίου διαλόγου και επικοινωνίας διέπονται ακριβώς από τις ίδιες παθογένειες (εδώ μάλλον διαφωνούμε) και μοιραία αδυνατούν να αποτελέσουν μέσο για την ανατροπή τους – είναι η άλλη όψη ενός κατά άλλα πολύ ίδιου νομίσματος. Τα αμφιθέατρα και οι δημοσιογράφοι, τα πάνελ και οι εκκολαπτόμενοι επαγγελαματίες-φοιτητές, άλλοτε άθελα τους άλλοτε πολύ ηθελημένα, υπακούν στους ίδιους νόμους, στην ίδια καταναλωτική βαρύτητα, με την κουλτούρα όπου η συνεργασία είναι άγνωστη λέξη, η συλλογικότητα αποτελεί ή στόχο προς αποφυγή ή άπιαστο όνειρο, οι λαϊκές δίκες καθημερινή συνήθεια και η εφήμερη ενασχόληση με τα κοινωνικά προβλήματα επιλογή τρόπου ζωής. Δείξε μου ένα πάνελ, μια ημερίδα, μια συζήτηση που σε αυτή τη χώρα είχε κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα και κυρίως είχε συνέχεια και εφεξής θα με βρίσκεις στην πρώτη γραμμή του ακροατηρίου.

    Εύλογα θα μου πείς «και τι θα κάνουμε? Θα πάψουμε να υπάρχουμε ως δημόσια πρόσωπα? Θα αρνηθούμε το δημόσιο διάλογο?» θα σου πω ναι, σε κάποιες περιπτώσεις (και όχι σε όλες) αυτός είναι ένας τρόπος υγιούς αντίδρασης. Διότι αυτό που μοιάζει να μην καταλαβαίνεις είναι ότι, είναι τόσο καθολικό το αρνητικό συναίσθημα που προκαλούν οι όροι και οι παίχτες του δημοσίου διαλόγου που, ακόμα και όταν τίθονται σημαντικές ερωτήσεις ή απόψεις, εξαφανίζονται μπροστά στο αλλεργικό σοκ που προκαλεί π.χ. η εμφάνιση μιας Παναγιωταρέας στο πάνελ (παράδειγμα είναι, όχι καθολική συνθήκη).

    Ο μηδενισμός που δείχνει να σε τρομάζει και σου φαντάζει αποκρουστικά παθητικός, μπορεί να είναι η απαρχή μιας άλλης κατάστασης όπου τίποτε δεν θα είναι όπως πριν, όπου το να διατυπώσεις μια άποψη δεν θα ισούται με το γεγονός ότι επίσης όλοι μας έχουμε από μια κωλοτρυπίδα (κουβέντα του μπαρπά-Μπάροουζ, συγγνώμη για τα γαλλικά). Αν θες να συνεισφέρεις σε αυτή τη κατεύθυνση (και επειδή όντως θέλεις) πρότεινε πραγματικά εναλλακτικές λύσεις και να μη πασχίζεις να κάνεις επώνυμο (και επομένως κατά την ταπεινή μου άποψη πολύ εκτεθειμένο στην συντήρηση) κάτι που σήμερα ως ανώνυμο, μπορεί να μοιάζει πολύ άγουρο και πολλές αφορές ανώριμο και ευάλωτο σε κάθε είδους οθρολογική κριτική, αλλά κρύβει μέσα του μια δύναμη μοναδική, μηδενιστική σήμερα, πολύ πιθανόν (και από εμάς εξαρτάται) επναναστατική, ανθρώπινη και ανθρωπιστική αύριο. Διότι αν όπως λες ως ψηφιακές οντότητες έχουμε χάσει το συναίσθημα μας και πολύ πιθανόν τις αισθήσεις μας, τότε πως εξηγείς την καταιγίδα σχολίων και πόστ που αναφέρεις ότι υπήρξε. Νομίζω η διαφορά αφορά στις γελοίες ψηφιακές οντότητες και σε αυτές που έχουν κάτι πραγματικά να πούν, διαφορά που είτε είσαι στον ψηφιακό είτε στο φυσικό σύμπαν ισχύει με τον ίδιο και απαράλλακτο τρόπο.

    Μη ξεχνάς άλλωστε ότι οι κουλτούρες που ελπίζεις (και καλά κάνεις να ελπίζεις) να δημουργηθούν/προκύψουν/ανθίσουν στη χώρα μας, θα έρθουν μόνο όταν υπάρξουν οι συνθήκες να συσταθούν ως πρωτότυπες μορφές αυλλογικότητας/επικοινωνίας και όχι απλά ως νέα-εναλλακτικά προϊόντα/μέσα επικοινωνίας, κάτι σαν ενναλακτικές κοκακόλες δηλαδή (κοκακόλα χωρίς την κόκα που θα λεγε και ο κ. Ζίζεκ)…. γιατί εναλλακτικές (στον άθλιο κατεστημένο τρόπο επικοινωνίας και διενέργειας του δημοσίου διαλόγου των ΜΜΕ) μπορεί να μοιάζουν, αλλά είναι θα είναι πάντα και κοκακόλες μανώλη μου όταν τις βρίσκει κανείς στα ράφια του σούπερμάρκετ του ευρύτερου (πανεπιστήμια, «εναλλακτικά» έντυπα, κτλ) ελληνικού δημόσιου διαλόγου όπως αυτός υφίσταται σήμερα….

    Σε κάθε περίπτωση συγχαρητήρια για την προσπάθεια. Κρατάω το σχόλιο σου ότι τις βρήκες ελπιδοφόρες – δυστυχώς δεν είχα ιδέα για τις εκδηλώσεις αυτές.. που ξέρεις, μπορεί να ερχόμουνα με την μάσκα του Μάο που έχω στη ντουλάπα μου.. 😉

  7. μαο, η ανωνυμία με βρίσκει αντίθετο πολιτικά, όπως με βρίσκει αντίθετο η κουκούλα, η μάσκα του Ζορό, του Κομαντάντε Μάρκος κ.λπ. Τώρα, αναφορικά με την κοκακόλα, τη συλλογικότητα και το δημόσιο διάλογο τί να πώ; Απλά, διαφωνώ. Μπορεί ο καπιταλισμός να εμπορεύεται ακόμα και την άρνησή του, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάποια στιγμή ΜΙΑ άρνησή του δε θα σταθεί ικανή να ξεχειλίσει το ποτήρι του. Ή ότι ΜΙΑ άρνησή του δε θα συστήσει ικανό παράδειγμα για αλλαγές ή και ανατροπές.
    Το θέμα είναι τί περιεχόμενο θα προσδώσουμε εμείς στα πράγματα και βέβαια τί θα διεκδικήσουμε.

  8. «ΜΙΑ άρνησή του δε θα σταθεί ικανή να ξεχειλίσει το ποτήρι του. Ή ότι ΜΙΑ άρνησή του δε θα συστήσει ικανό παράδειγμα για αλλαγές ή και ανατροπές.»

    η πρώτη άρνηση του είναι καταδικασμένη – δες ψύχραιμα όποιο ιστορικό παράδειγμα θες και νομίζω ότι θα επιβεβαιώσει την άποψη μου. Πιστεύω ότι χρειάζεται να ωριμάσουν πολλές αρνήσεις για να υπάρχει κάποια ελπίδα ουσιαστικής αλλαγής (πάντως το θέμα είναι μεγάλο και ο χώρος ακατάλληλος για να την ανάλυση του)

    Για τη 2η είμαι μαζί σου αλλά θέλω να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τους όρους που στοιχειοθετούν την άρνηση – και δεν αναφέρομαι μόνο στο περιεχόμενο (αυτό δεν είναι ποτέ ένα) ούτε στις διεκδικήσεις (επίσης μεγάλη η ποικιλία) αλλά στις ισσοροπίες μέσα από τις οποίες μια άρνηση προκύπτει. Αν τις δεί κανείς θα καταλάβει γιατί π.χ. στο παράδειγμα μας θέλει κανείς να λειτουργεί επώνυμα ή ανώνυμα κοκ. Επίσης η χρήση των συμπερασμάτων αυτών είναι ανοιχτή στις ορέξεις του καθένα – πράγμα από επικίνδυνο ως καταπληκτικό.

    δεν μπορώ να πω πάντως, τις διαφωνίες μας τις απολαμβάνω.
    με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
    μάο

  9. Μη μπλέξουμε με την κότα και το αβγό τώρα. Είναι προφανές ότι χρειάζονται πολλές αρνήσεις, αλλά πάμπολα ιστορικά ανάλογα αποδεικνύουν ότι μια άρνηση είναι αρκετή για να ξεχειλίσει το ποτήρι. Για την κατεύθυνσή της τώρα, κανείς δε μπορεί να μας εγγυηθεί ότι θα είναι αυτό που εμείς θέλουμε. Θέλω να πω ότι ο Χίτλερ δεν κατασκευάστηκε μέσα σε κάποιο εργαστήριο, ούτε ήταν το αποτέλεσμα κάποιας δημοκρατικής οντότητας, όπως δεν ήταν ακριβώς κι ο Γκάντι. Και οι δυο τους ήταν προϊόντα (κοκακόλες;) μιας εποχής. Δεν τους ανέδειξε κάποια οργανωμένη συλλογικότητα, εκείνοι οργάνωσαν γύρω απ’ το αίτημά τους τη συλλογικότητα. Όχι ότι δεν αιωρείτο το αίτημα στην κοινωνία, απλά η δική τους άρνηση, η δική τους δυναμική ξεχείλισε το ποτήρι με τα γνωστά αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις.

    Η κουβέντα πάντως που ανοίγεις είναι πολύ ενδιαφέρουσα, και μετατοπίζει λίγο το ζήτημα της ανωνυμίας σε πιο γενικά πλαίσια, πράγμα που μ’ αρέσει. Θέλω να πω ότι το ίδιο το σύστημα χρησιμοποιεί την ανωνυμία, αν είναι για παράδειγμα να καταδώσεις. Δε συμφωνώ με την υπόθεση ότι η Ιστορία μπορεί, ανάλογα με τις συνθήκες να σε κάνει δήμιο, όπως μπορεί και να σε κάνει μάρτυρα. Είμαστε σαφέστατα προϊόντα της εκάστοτε εποχής, αλλά έχουμε αξιακά συστήματα, ιδεολογίες που ασπαζόμαστε καθώς και ψυχισμούς που μας αποτρέπουν ή μας προτρέπουν για το καλυτερο ή το χειρότερο. Τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει κανείς για να διατυπώσει τα αιτήματά του είναι βεβαίως ενδεικτικά όχι μόνο της σοβαρότητας της θέσης του, αλλά και της ποιότητας, της ευθύνης, της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας των κινήτρων του. Θεωρώ να στο πω έτσι απλά, ότι η ανωνυμία δε μου ταιριάζει, σε κανένα επίπεδο.

  10. ίσως τελικά να έχω πολύ λιγότερη εμπιστοσύνη στο υποκείμενο και στα τερτίπια του από ότι εσύ, αλλά όπως και να το κάνουμε μ’ αρέσει να το γαργαλάω… άλλωστε εκτός από τα μέσα υπάρχει και το ύφος που προδίδει εκτός από τις αξίες και τις μανίες μας. ανώνυμα ή επώνυμα.

  11. Εχω πάντα τη γνώμη ότι οποιαδήποτε συζητηση γίνεται, δεν πηγαίνει χαμένη. Μπορεί να υπάρχουν εκατέρωθεν παράπονα – είναι και τα γονίδια μας τέτοια – αλλά φαντάζομαι ότι κάτι εποικοδομητικό βγαίνει προς τα έξω και γίνεται εφαλτήριο για το επόμενο βήμα. Δεν παρακολούθησα τη συζητηση στη θεσσαλονίκη, διαβασα λίγο ομως, όπως διαβασα και Ξυδάκη. Εντάξει, ειναι λογικό να είναι χαοτική προς το παρόν. Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον θα διεξαχθούν ουσιαστικότερες συζητήσεις
    χαιρετω

  12. Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΝΟΣ ΟΡΟΥ, ΤΟ ΠΡΙΝ ΩΣ ΜΕΤΑ, ΣΧΟΛΙΟ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ.

    Η ομιλία του Μανώλη Ανδριωτάκη (Μ.Α.) στην εκδήλωση του ΑΠΘ «Συμμετοχική Δημοσιογραφία: Blog και Νέα Μέσα» ήταν ενδιαφέρουσα, γιά όποιον τουλάχιστον ενδιαφέρεται γιά τις αλλαγές που έχει επιφέρει στην δημοσιολογία το Διαδίκτυο. Κατά την άποψή μου είχε και ευρύτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι ο Μ.Α. θέτει ζητήματα τα οποία έχουν γενικότερη σημασία, ασχέτως αν συνδέονται και με τα blogs. Πολύ περισσότερο που ο Μ.Α. «ανοίγει» σε μεγάλο εύρος τα μέτωπά του, υπερβαίνοντας την συνήθη περιεκτικότητα των ομιλιών που δίδονται γιά ένα εξειδικευμένο θέμα.

    Αυτό το «άνοιγμα» λοιπόν είναι σε μεγάλο βαθμό και ο λόγος που κάνει την ομιλία του Μ.Α. ενδιαφέρουσα, η οποία βέβαια, όπως είναι φυσικό, περιέχει και πολλές ήδη γνωστές θέσεις και απόψεις του. Μόνο που γι’ αυτό το ενδιαφέρον που προκαλεί το περιεχόμενο της ομιλίας του, ο Μ.Α. καταβάλλει ένα κάποιο τίμημα: Να εκθέτει «τηλεγραφικά» την άποψή του γιά ζητήματα σύνθετα και αντικείμενο συνεχούς διαλόγου («κομματική κηδεμονία», «κομματική προπαγάνδα», «συνδικαλισμός vs συντεχνιακή δράση», «Δίκαιο vs στενή κομματική πειθαρχία», κλπ.), ρισκάροντας έτσι να παρερμηνευτεί ή και να «χρησιμοποιηθεί». Να διακινδυνεύει προβλέψεις γιά ανατρεπτικές εξελίξεις με ελάχιστη και ανεπαρκή αιτιολόγηση, τοποθετώντας τις μάλιστα στο εγγύς Μέλλον. Ή να εξισώνει όλα τα παραδοσιακά Μέσα αδικώντας έτσι πολλές εξαιρέσεις, όταν υποστηρίζει απλουστευτικά ότι «…έχουν φτάσει στα όριά τους, τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και σε επίπεδο περιεχομένου,…», άποψη που, εκτός των άλλων, δείχνει ότι υποτιμά την εφευρετικότητα των διαχειριστών της μαζικής ενημέρωσης, αλλά και την ποικιλομορφία των αναγκών του σημερινού αναγνωστικού κοινού.

    Εν πάση περιπτώσει, τις παραπάνω επισημάνσεις πρέπει να τις δει κανείς συνυπολογίζοντας τους χρονικούς περιορισμούς μιάς ομιλίας, έστω κι αν ο Μ.Α. παρεβίασε τον «χρυσό» κανόνα γι’ αυτές τις περιπτώσεις ( «μην πεις όλα όσα μπορείς να πεις, πες μόνο όσα μπορείς να τεκμηριώσεις»).

    Υπάρχει όμως μία άποψη στην οποία ο Μ.Α. αφιέρωσε γιά να την αιτιολογήσει και να την στηρίξει ένα μεγάλο – και νομίζω επαρκές – μέρος από την ομιλία του. Η άποψη αυτή συμπυκνώνεται σε έναν νέο(;) όρο τον οποίο εισάγει ο Μ.Α. Αυτόν της «μεταδημοσιογραφίας».

    Τι σημαίνει ο όρος «μεταδημοσιογραφία» σύμφωνα με τον Μ.Α.; Με δυό λέξεις, την άσκηση της δημοσιογραφίας από του βήματος των Νέων Μέσων, δηλαδή του Διαδικτύου. Όπου Νέα Μέσα είναι βέβαια τα blogs και οι ηλεκτρονικές εκδόσεις πάσης μορφής.

    Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΝΟΣ ΟΡΟΥ

    Εδώ, ας κάνουμε μία «στάση». Ο όρος που εισάγει ο Μ.Α. ανήκει στην μεγάλη συνομοταξία «μετα-«, όπου στην θέση της παύλας προστίθεται εναλλακτικά μία μεγάλη γκάμα εννοιών και λέξεων. Έλκει την καταγωγή του, όπως είναι γνωστό, από την αισθητική και δη την αισθητική της λογοτεχνίας. Ποιός δεν έχει ακούσει την μαγική λέξη (φυσικά, υπάρχουν και κακά μάγια…) «μεταμοντερνισμός»; Ιδίως που, με το πέρασμα των χρόνων, ο όρος επεκτάθηκε όχι μόνο σε όλες τις περιοχές της Τέχνης, αλλά και σε πλείστες όσες πλευρές του κοινωνικού και πολιτισμικού στερεώματος (φιλοσοφία, πολιτική, κοινωνιολογία, κλπ.), γιά να φτάσει σήμερα να αντιπροσωπεύει μία διακριτή σχολή σκέψης με ολιστικά χαρακτηριστικά (όσο κι αν ένας «συνεπής» μεταμοντερνιστής θα επαναστατούσε με αυτόν τον χαρακτηρισμό…). Έτσι, η χρήση του «μετα-» γενικεύτηκε. Θυμίζω πρόχειρα: «Μετασοβιετική εποχή», «μεταδιπολικός κόσμος», «μεταπολίτευση» (στα καθ’ ημάς), «μεταποικιοκρατία», αλλά και «μετανεωτερικότητα», «Μεταδημοκρατία» (Κ. Κράουτς),
    «Μεταφασισμός» (Ο. Έκο) και πάει λέγοντας.

    Όπως θα διαπίστωσε ο προσεκτικός αναγνώστης, όσο πρόχειρη κι αν είναι η παράθεση, εμπεριέχει έναν διαχωρισμό: Τα «μετα-» που υποδηλώνουν χρονική ακολουθία αντικειμενικά καθορισμένη αποτελούν μία ξεχωριστή ομάδα από αυτά που υποδηλώνουν την μετάβαση σε μία άλλη έννοια, η οποία αποτελεί μετάλλαξη της αρχικής. Ο διαχωρισμός δεν είναι βέβαια ούτε τυχαίος, ούτε πρόχειρος. Αντανακλά την άποψη, ότι, αν η χρήση του
    «μετα-» ως χρονικού προσδιορισμού (με την ευρεία βέβαια έννοια) δεν παρουσιάζει πρόβλημα, αντίθετα, η δεύτερη χρήση του σηκώνει πολλή κουβέντα. Γιά παράδειγμά: Γιατί «Μεταδημοκρατία» κι όχι «Ολιγαρχική δημοκρατία» (γιά να θυμηθούμε και τον Αριστοτέλη, τροποποιώντας λίγο τις απόψεις του, πράγμα που νομίζω θα τον έβρισκε μάλλον σύμφωνο αν ερχόταν πάλι στην ζωή σήμερα); Ή «Ψευτοδημοκρατία»; Ή – πιό ακραία – «Γελοιοδημοκρατία»; Νομίζω, ότι κι ο ίδιος ο Κ. Κράουτς θα δυσκολευόταν να αποδείξει σε τι είναι υπέρτερη η ουδέτερη «Μεταδημοκρατία» του… Όμως αρκετά με την παρέκβαση.

    ΤΟ ΠΡΙΝ ΩΣ ΜΕΤΑ

    Η «μεταδημοκρατία» του Μ.Α. εντάσσεται βέβαια στην δεύτερη, σύμφωνα με τα παραπάνω, κατηγορία χρήσης του «μετα-» η οποία φιλοδοξεί να μεταπλάσσει μία έννοια σε μία συγγενική αλλά πάντως άλλη. Μοιραία, παρουσιάζει αντίστοιχα προβλήματα.

    Κατ’ αρχήν, ο Μ.Α. λίγο μετά την εισαγωγή του όρου την αποδομεί ο ίδιος εξ ορισμού. Γιατί όταν κάνει λόγο γιά τα Μέσα στα οποία ασκείται η «μεταδημοσιογραφία», Μέσα τα οποία της πηγαίνουν «φούστα-μπλούζα», δεν τα ονομάζει όπως θα ήταν φυσικό «Μεταμέσα», αλλά Νέα. Σπεύδω να προλάβω εδώ μία ένσταση: Βεβαίως ο όρος «μεταμέσα» ηχεί αδόκιμα. Γι αυτό εξ άλλου – θα εξηγούσε κάποιος ενιστάμενος – ο Μ.Α. επιλέγει γιά το περιοδικό που θα διευθύνει ( εκεί δηλαδή που η Αγγλική γραφή δεν παρουσιάζει πρόβλημα) τον συνεπή με τις απόψεις του τίτλο «Post-media». Σύμφωνοι. Όταν όμως το «Μετά» μπορεί χωρίς πρόβλημα να αντικατασταθεί από το «Νέα», τότε τίποτα δεν εμποδίζει την αντίστροφη αντιμετάθεση. Έτσι ο νέος όρος μετατρέπεται από τον ίδιο τον Μ.Α. σε ένα ταπεινό συνώνυμο…

    Η παρατήρηση αυτή, όσο κι αν είναι θεμελιακή αφού έχει να κάνει με την οντολογία του όρου, δεν είναι η μόνη και φοβούμαι ούτε η κύρια. Η κύρια είναι άλλη.

    Θα περίμενε κανείς, ότι ο Μ.Α. θα τεκμηρίωνε την εγκυρότητα του όρου «μεταδημοσιογραφία» όταν θα έφτανε στην ανάλυση της ουσίας, της φύσης του. Εκεί, χωρίς λεκτικές δυσκολίες είχε όλη την άνεση να τεκμηριώσει το «καλώς έχει» του πράγματος. Κι όμως αποτυγχάνει. Στην πραγματικότητα όχι μόνο το «μετα-» δεν τεκμηριώνει, αλλά ούτε και το συνώνυμό του, το «νέα». Γιατί; Γιά τον απλούστατο λόγο, ότι όλα όσα ορίζει ως ιδιότητες, αρετές και αξίες της «μεταδημοσιογραφίας» δεν είναι τίποτε άλλο από τα καταστατικά της και μάλιστα προ αιώνων διατυπωθέντα δεοντολογικά χαρακτηριστικά! Που θα ίσχυαν, αν βέβαια ο κόσμος μας, επομένως και η δημοσιογραφία, ήταν «αγγελικά πλασμένος», ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι του Διαδικτύου. Και που δεν ισχύουν φυσικά, παρά την ύπαρξη του Διαδικτύου!

    Τι σόϊ «μεταδημοσιογραφία» είναι αυτή που σαλπίζει προς τα πίσω; Που καλεί προς το μακρινό παρελθόν και τις ένδοξες ημέρες της δημοσιογραφίας; Που θυμάται – και προσπαθεί να θυμίσει – τις θεμελιώδεις αξίες της; «Επανεφευρημένη δημοσιογραφία» ναι. «Επανιδρυμένη» ναι. «Παλινορθωμένη»; Έστω. Αλλά «μεταδημοσιογραφία»;

    Θα μπορούσε κάποιος να πει: «Ας αφήσουμε τις ‘ετικέτες’, ας πάμε στην ουσία». Πέρα από το αρκούντως ικανοποιητικό αντεπιχείρημα «αρχή Σοφίας ονομάτων επίσκεψις» υπάρχει κι ένα άλλο: Όταν η «ετικέτα» – πέρα από προθέσεις του Μ.Α., εννοείται – συσκοτίζει, τόσο τον εκφυλισμό της δημοσιογραφίας (και τις αιτίες του) όπως έχει καταντήσει να ασκείται στις μέρες μας, όσο και τις δυσκολίες της επανίδρυσής της, δημιουργώντας την εντύπωση ότι αρκεί μία, έστω και επαναστατική τεχνολογική αλλαγή, γιά να ξαναβρούμε τον «Απωλεσθέντα Παράδεισο», ε, τότε το πράγμα γίνεται επικίνδυνα σοβαρό γιά να το παρακάμψουμε ως δήθεν «ετικετολογία».

    Δεν μπορώ να ξέρω φυσικά τι οδήγησε τον Μ.Α. στην εισαγωγή του όρου. Ίσως έπεσε κι αυτός θύμα της γοητείας του «μετα-» συρμού. Ίσως να εφήρμοσε – ασυνείδητα βέβαια, γιατί είναι φανατικός εχθρός του – κάποιες από τις αρχές του marketing. Σε κάθε περίπτωση θα του πρότεινα να σκεφτεί την απόσυρσή του. Όχι μόνο είναι επί της ουσίας κενός περιεχομένου, αλλά και – τελικά – διευκολύνει αντί να αποδομεί τους κλειδοκράτορες της 4ης Παραεξουσίας.

    ΣΧΟΛΙΟ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ

    Είναι γνωστή η κατηγορηματική αντίθεση του Μ.Α. γιά το φαινόμενο της ανωνυμίας και ψευδωνυμίας στο Διαδίκτυο. Δεν σκοπεύω να καταθέσω αντεπιχειρήματα εδώ και τώρα, όχι γιατί λείπουν – είναι και πολλά και βάσιμα – αλλά γιατί το θέμα είναι όντως μεγάλο και ήδη έχω υπερβεί το λογικό μήκος ενός Διαδικτυακού κειμένου. Όμως ένα σημείο, εκείνο όπου ο Μ.Α., εμμέσως πλην σαφώς, χαρακτηρίζει αυτή την στάση ως ανεύθυνη, χρήζει νομίζω ενός μικρού σχολίου.

    Θα το κάνω μέσω της αναφοράς σε δύο γεγονότα. Το πρώτο, που είναι ευρέως γνωστό μιά και η καταγγελία έγινε πριν λίγες μέρες στο press-gr.blogspot.com, αφορούσε στην υβριστική μεταχείριση που επεφύλαξε ο Γ. Πρετεντέρης σε έναν αναγνώστη ο οποίος τον επέκρινε χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει τα μέσα του «υπεύθυνου» κ.(;) Πρετεντέρη. (Γιά την ιστορία, ο γνωστός σταρ της δημοσιογραφίας αποκάλεσε τον αναγνώστη «ηλίθιο». Επωνύμως βεβαίως-βεβαίως…).

    Το δεύτερο γεγονός είναι άγνωστο γιατί συνέβη σε μένα και είναι η πρώτη φορά που το αναφέρω δημόσια. Βάλτε λοιπόν τον υπογράφοντα στην θέση του αναγνώστη που προανέφερα, βάλτε στην θέση του Πρετεντέρη έναν άλλον «αστέρα» και βάλτε στην θέση του χαρακτηρισμού «ηλίθιου» ένα ξεκάθαρα υβριστικό όσο και ανορθόγραφο «ουστ συχαμένε»! Επώνυμο κι αυτό φυσικά…

    Ηθικό δίδαγμα που ελπίζω να το εξάγει ο Μ.Α.: Αν η επώνυμη γραφή δεν εγγυάται την υπευθυνότητα, τότε ούτε και η ανωνυμία ή η ψευδωνυμία ισούται με ανευθυνότητα. Ή το ‘να, ή τ’ άλλο!

    ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ

    Ο Μ.Α., όπως είναι ήδη γνωστό, θα διευθύνει το νέο ηλεκτρονικό περιοδικό Post-media. Όπως επίσης είναι γνωστό, το περιοδικό αυτό δεν θα έχει καθόλου διαφήμιση. Είναι μία γενναία απόφαση. Τόσο γενναία, όσο και ορθή! Που έχει όμως ένα τίμημα γιά τους αναγνώστες. Πρέπει να πληρώνουν «κάτι τι» γιά να το διαβάζουν.

    Ελπίζω να τιμήσουν αυτή την απόφαση όσο περισσότεροι αναγνώστες γίνεται. Φυσικά, μπορούν πάντα να επιλέγουν το «δωρεάν». Έχει όμως κι αυτό ένα τίμημα: Η γαρνιτούρα του «δωρεάν» είναι σχεδόν πάντα «σκουπίδια»…

    Όπως είπα και λίγο παραπάνω: Ή το ‘να, ή τ’ άλλο!

  13. Αγαπητέ Αντισθένη,

    Έχει πολλή πλάκα το γεγονός ότι στο προσωπικό μου blog, δε μου απευθύνεστε προσωπικά, αλλά γράφετε σε τρίτο πρόσωπο.

    Στην κριτική σας τώρα. Ο όρος μεταδημοσιογραφία διευκολύνει την κωδικοποίηση μιας σειρά θέσεών μου πάνω στο πώς αντιλαμβάνουμε εγώ τη δημοσιογραφία σήμερα. Είναι ένας συμπυκνωτής. Αν εσάς σας αρέσει κάποιος άλλος όρος, χρησιμοποιήστε αυτόν της προτίμησής σας. Πείτε μου όμως που δε συμφωνείτε με το περιεχόμενο του όρου που σκιαγράφισα στην ομιλία μου, για να καταλάβω που έγκειται η διαφωνία σας.

    Περί ευθύνης, δεν είπα ποτέ ότι η επώνυμη δημοσίευση είναι εξ’ ορισμού «ηθική» ή υπεύθυνη (π.χ. μιλάτε για τον Πρετεντέρη, του οποίου τη θέση γνωρίζουμε, κι όχι για τον μπλόγκερ «Κορυβαντολόγο», που πίσω του μπορεί να βρίσκεται οποιοσδήποτε). Απεναντίας έχω πει ότι η ανώνυμη δημοσίευση αποποιείται ακόμα και την ευθύνη της υπογραφής. Προσοχή μιλώ για τα κοινωνικά, πολιτικά και δημοσιογραφικά ιστολόγια. Επίσης δε συμφωνώ γενικά με τη λογική του «ή το ένα ή το άλλο» καθότι υπάρχουν και μπορούν να υπάρχουν αποχρώσεις στα πράγματα.

  14. ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

    Το σχόλιο του Μανώλη Ανδριωτάκη γιά τις παρατηρήσεις που κατέθεσα σχετικά με την ομιλία του στην πρόσσφατη Διημερίδα του ΑΠΘ, καθιστά αναγκαίες μερικές εξηγήσεις επί των ζητημάτων που θίγει.

    Κατ’ αρχήν επί του «προσωπικού»: Προξένησε αστεία εντύπωση στον Μ.Α. το γεγονός ότι το σημείωμά μου δεν απευθύνεται σε εκείνον αλλά είναι γραμμένο σε γ’ πρόσωπο. Δεν θα έπρεπε.

    Δεν συνηθίζω βέβαια να μην απευθύνομαι προσωπικά στον εκάστοτε οικοδεσπότη του οποιουδήποτε blog. Αυτό ακριβώς έκανα, προ ολίγων ημερών, και στο blog του Μ.Α. Τότε, απευθυνόμενος φυσικά στον ίδιο προσωπικά, έγραψα ένα κριτικό σχόλιο, το οποίο – όχι μόνο με δική μου ευθύνη – δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Η απάντηση του Μ.Α. αποκατέστησε τα πράγματα. Δυστυχώς όμως με τρόπο ανοίκειο. Ο οποίος στην πορεία – «αλληλογραφήσαμε» τρεις φορές γιά το ζήτημα που προέκυψε – έγινε απροκάλυπτα «εχθρικός» και αγενής. Κι αυτό, παρά το γεγονός, ότι, έστω και τηλεφωνικά, είχαμε γνωριστεί με τον Μ.Α. όταν εξεδήλωσα το ενδιαφέρον μου να συνεισφέρω αφιλοκερδώς(!) στο εγχείρημα του Post-media!

    Έκρινα σκόπιμα να αποσυρθώ του «διαλόγου». Ούτε λόγος βέβαια να ανταποδώσω τα ίσα. (Απέφυγα ακόμα και τον πειρασμό της «σφαγής διά του βάμβακος»). Και ούτε λόγος να σταματήσω να επισκέπτομαι σαν αναγνώστης το blog του και – όταν το θέμα με ενδιαφέρει – να εκθέτω τις απόψεις μου. Αλλά βέβαια, σε γ’ πρόσωπο πλέον. Διάολε!

    Γιά να είμαι ειλικρινής, η αστεία εντύπωση που προξένησε στον Μ.Α. η τριτοπρόσωπη γραφή μου δεν με εξέπληξε. Αντίθετα με ό,τι συνέβη, όταν διάβασα τα απαντητικά στο σημείωμά μου σχόλιά του.

    Παρομοίασε τον όρο «μεταδημοσιογραφία» με «συμπυκνωτή». Εγώ στο σημείωμά μου χρησιμοποίησα την λέξη «όρος». Και τον χαρακτήρισα ως κενόν περιεχομένου. Γιατί όλ’ αυτά που του αποδίδει ως περιεχόμενο – με τα οποία και συμφωνώ φυσικά – δεν αποδίδονται με τον όρο (ή «συμπυκνωτή»). Όπως έγραψα και στον τίτλο – και ανέλυσα στο κείμενο – στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ένα «πριν» που εμφανίζεται ως «μετά». Η αναντιστοιχία είναι προφανής. Παρά την επισήμανση, ο Μ.Α. επ’ αυτού δεν αναφέρει το παραμικρό. Περιορίζεται στην παρομοίωση. Ωραία λοιπόν. Ας μιλήσουμε γιά «συμπυκνωτές». Που βέβαια δεν μπορεί να είναι «κενοί περιεχομένου». Κάλλιστα όμως μπορεί να είναι λάθος συναρμολογημένοι. Και ένας «συμπυκνωτής» συναρμολογημένος λάθος, πολύ απλά, δεν δουλεύει!

    Ο Μ.Α. μου προτείνει να φτιάξω έναν δικό μου «συμπυκνωτή», αν θεωρώ τον δικό του ελαττωματικό. Ίσως και να το κάνω κάποια στιγμή. Πάντως, ομολογώ ότι μέχρι τώρα δεν με έχει απασχολήσει το ζήτημα, όχι τουλάχιστον σοβαρά, από την στιγμή που δεν έχω κανένα πρόβλημα να εκφράζω την σκέψη μου με ακρίβεια όταν αναφέρομαι στο δημοσιογραφικό ζήτημα της ηλεκτρονικής εποχής. Μου παίρνει λίγο περισσότερες λέξεις, είναι αλήθεια. Αλλά νομίζω είναι προτιμότερο αυτό από μιά συμπύκνωση που οδηγεί σε ακυρολεξία…

    Την απάντησή του γιά τα περί ευθύνης που ανέφερα στο κείμενό μου δεν την κατάλαβα. Η μάλλον, κατάλαβα ότι αποπειράται να μετατρέψει την δική μου «εξίσωση» σε μία άλλη. Κανένα πρόβλημα, αν ήταν σωστή. Αλλά δεν είναι! Γιατί, αν η επώνυμη δημοσιογραφία δεν είναι εξ ορισμού υπεύθυνη (όπως παραδέχεται ο Μ.Α.), τότε, σύμφωνα με την τυπική – και στοιχειώδη – λογική, το συμπέρασμα που προκύπτει αυτομάτως είναι, ότι και η ανώνυμη δεν είναι εξ ορισμού ανεύθυνη! Όχι ότι «η ανώνυμη δημοσίευση αποποιείται ακόμη και την ευθύνη της υπογραφής»! Η «εξίσωση» που διατυπώνει ο Μ.Α. μου θυμίζει το γνωστό «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει»!

    Εκείνο που πραγματικά δεν κατάλαβα είναι το πώς αντιμετωπίζει τα διλήμματα του τύπου «ή το ‘να, ή τ’ άλλο». Γράφει: «Επίσης δεν συμφωνώ γενικά με τη λογική του ‘ή το ένα ή το άλλο’……». Εννοεί «δεν συμφωνώ ποτέ», ή «δεν συμφωνώ και πολύ, δεν είμαι μανιχαϊστής»; Αν εννοεί το πρώτο – δυσκολεύομαι να το πιστέψω – σηκώνω τα χέρια ψηλά! Είναι τόσο συντριπτικά παράλογο, που «κάνει σκόνη» και το πιό τετράγωνα λογικό αντεπιχείρημα. Αν εννοεί το δεύτερο, δεν καταλαβαίνω πάλι σε ποιόν απευθύνεται. Σε μένα; Μα επικαλέστηκα την λογική αυτή σε δύο μόνο περιπτώσεις (στην πραγματικότητα σε μία – η δεύτερη ήταν περισσότερο ένα «λογοτεχνικό» τερτίπι γιά το «κλείσιμο» του κειμένου)! Οι αναγνώστες ας κρίνουν αν αυτό με κατατάσσει στους μανιχαϊστές!…

  15. Αγαπητέ μου, θαυμάζω την υπομονή και τη σχολαστικότητά σας, και σας ευχαριστώ για το ζωηρό ενδιαφέρον που δείχνετε με τα γραφόμενά μου, αλλά νομίζω ότι έχετε πάρει έναν αδιέξοδο δρόμο.

    Πρώτα απ’ όλα δε θα παρασυρθώ σε προσωπική διαμάχη μαζί σας, γιατί αυτό το blog το έχω φτιάξει με μεράκι, εδώ και κάποια χρόνια, για να συζητώ ιδέες. Εν προκειμένω κάποιες απ’ τις ιδέες μου. Ομολογώ βέβαια ότι δεν καταλαβαίνω ποιά ανάγκη σας σπρώχνει να κάνετε τόσο προσωπική την αντιπαράθεσή σας μαζί μου, και μάλιστα να το κάνετε αυτό δημόσια, τη στιγμή που θα μπορούσατε να μου είχατε στείλει π.χ. ένα e-mail.

    Η μεταδημοσιογραφία για εσάς είναι κενή περιεχομένου ή ό,τι άλλο, γιατί έτσι την ερμηνεύετε, πράγμα που είναι δικαίωμά σας. Η ερμηνεία που δίνω εγώ σ’ αυτή τη λέξη, ή αν θέλετε η δικής μου έμπνευσης επινόηση, είναι πολύσημη, κι έχω ξεκινήσει να τη σκιαγραφώ με την ομιλία μου. Ακολουθούν βέβαια οι πράξεις – απ’ τις οποίες και θα κριθώ.

    Τώρα για τα υπόλοιπα, ποτέ δεν είπα να καταργήσουμε την ανωνυμία ή την ψευδωνυμία γιατί κάνουν εξ’ ορισμού ανεύθυνο τον άνθρωπο. Είπα ότι η γενίκευση της ανωνυμίας και της ψευδωνυμίας στο Διαδίκτυο ή την κοινωνία μάλλον θα δημιουργήσει, παρά θα λύσει προβλήματα. Αυτά.

Σχόλια

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.